- σμύρνινος
- σμύρν-ῐνος, η, ον,A of myrrh, made from it,
ἔλαιον LXX Es.2.12
;μύρον PMag.Lond.46.224
.2 myrrh-coloured, παλλίον ζμ. POxy.1584.18 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔλαιον LXX Es.2.12
;μύρον PMag.Lond.46.224
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμύρνινος — η, ο / σμύρνινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. ο παρασκευασμένος από σμύρνα 2. ο αρωματισμένος με σμύρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
σμυρνίνῳ — σμύρνινος of myrrh masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζμύρινος — η, ο (Α ζμύρνινος, ίνη, ον) σμύρνινος* … Dictionary of Greek
μυρίνινος — μυρίνινος, η, ον (Α) (εσφ. γρφ.) σμύρνινος* … Dictionary of Greek